- ἀδιοίκητος
- ἀδι-οίκητος, ον,A unarranged, D.24.28, cf. IG5(2).433 (Megalopolis, ii B. C.); undigested, Gal.19.217, Hippiatr.31:—of property, = ἐκτὸς μισθώσεως, PPetr.3p.198 (iii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀδιοίκητος — unarranged masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοίκητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει διοίκηση, ακυβέρνητος: Ο λόχος μας εκείνη την ημέρα ουσιαστικά ήταν αδιοίκητος. 2. αυτός που δε διοικείται, δεν κυβερνιέται καλά: Η πατρίδα μας πολλές φορές στα νεότερα χρόνια ήταν αδιοίκητη. 3. αυτός που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδιοίκητος — η, ο (Α ἀδιοίκητος, ον) αυτός που δεν έχει διοίκηση, ο ακυβέρνητος νεοελλ. αυτός που δεν έχει καλή διοίκηση, παραμελημένος, κακοκυβέρνητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + διοικῶ. ΠΑΡ. ἀδιοικησία] … Dictionary of Greek
ἀδιοίκητον — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem acc sg ἀδιοίκητος unarranged neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοικήτους — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοίκητα — ἀδιοίκητος unarranged neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιοίκητοι — ἀδιοίκητος unarranged masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιοικησία — η (Α ἀδιοικησία) [ἀδιοίκητος] έλλειψη διοικήσεως νεοελλ. κακή διακυβέρνηση … Dictionary of Greek